- παιδομαθία
- παιδο-μᾰθία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A instruction from infancy, Hp.Lex2,3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδομαθία — παιδομαθία, ιων. τ. παιδομαθίη, ἡ (Α) [παιδομαθής] η μάθηση κατά την παιδική ηλικία … Dictionary of Greek
παιδομαθίη — παιδομαθία instruction from infancy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδομαθίης — παιδομαθία instruction from infancy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)